Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
View word page
στιβίζομαι
to paint one's

ShortDef

to paint one's

Debugging

Headword:
στιβίζομαι
Headword (normalized):
στιβίζομαι
Headword (normalized/stripped):
στιβιζομαι
IDX:
81748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81749
Key:

Data

{'content': "to paint one's"}