Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
View word page
στιβιάω
freeze

ShortDef

freeze

Debugging

Headword:
στιβιάω
Headword (normalized):
στιβιάω
Headword (normalized/stripped):
στιβιαω
IDX:
81747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81748
Key:

Data

{'content': 'freeze'}