Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
View word page
στίβη
stipa
ShortDef
stipa
frozen dew, rime, hoar frost
Debugging
Headword:
στίβη
Headword (normalized):
στίβη
Headword (normalized/stripped):
στιβη
IDX:
81744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81745
Key:
Data
{'content': 'stipa'}