Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
View word page
στιβέω
to tread, traverse

ShortDef

to tread, traverse

Debugging

Headword:
στιβέω
Headword (normalized):
στιβέω
Headword (normalized/stripped):
στιβεω
IDX:
81743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81744
Key:

Data

{'content': 'to tread, traverse'}