Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
View word page
στιβεύω
track out

ShortDef

track out

Debugging

Headword:
στιβεύω
Headword (normalized):
στιβεύω
Headword (normalized/stripped):
στιβευω
IDX:
81742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81743
Key:

Data

{'content': 'track out'}