Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
View word page
στιβευτής
vestigator
ShortDef
vestigator
Debugging
Headword:
στιβευτής
Headword (normalized):
στιβευτής
Headword (normalized/stripped):
στιβευτης
IDX:
81741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81742
Key:
Data
{'content': 'vestigator'}