Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
View word page
στιβεύς
walker, traveller
ShortDef
walker, traveller
Debugging
Headword:
στιβεύς
Headword (normalized):
στιβεύς
Headword (normalized/stripped):
στιβευς
IDX:
81740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81741
Key:
Data
{'content': 'walker, traveller'}