Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
View word page
στιβεῖον
fuller's workshop
ShortDef
fuller's workshop
Debugging
Headword:
στιβεῖον
Headword (normalized):
στιβεῖον
Headword (normalized/stripped):
στιβειον
IDX:
81739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81740
Key:
Data
{'content': "fuller's workshop"}