Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
View word page
στιβεία
treading, walking

ShortDef

treading, walking

Debugging

Headword:
στιβεία
Headword (normalized):
στιβεία
Headword (normalized/stripped):
στιβεια
IDX:
81738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81739
Key:

Data

{'content': 'treading, walking'}