Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
View word page
στίβασις
building up, laying

ShortDef

building up, laying

Debugging

Headword:
στίβασις
Headword (normalized):
στίβασις
Headword (normalized/stripped):
στιβασις
IDX:
81737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81738
Key:

Data

{'content': 'building up, laying'}