Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
View word page
στιβάς
a bed of straw, rushes

ShortDef

a bed of straw, rushes

Debugging

Headword:
στιβάς
Headword (normalized):
στιβάς
Headword (normalized/stripped):
στιβας
IDX:
81736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81737
Key:

Data

{'content': 'a bed of straw, rushes'}