Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
View word page
στιβαρός
compact, strong, stout, sturdy
ShortDef
compact, strong, stout, sturdy
Debugging
Headword:
στιβαρός
Headword (normalized):
στιβαρός
Headword (normalized/stripped):
στιβαρος
IDX:
81735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81736
Key:
Data
{'content': 'compact, strong, stout, sturdy'}