Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
View word page
στιβαρηδόν
by concentration

ShortDef

by concentration

Debugging

Headword:
στιβαρηδόν
Headword (normalized):
στιβαρηδόν
Headword (normalized/stripped):
στιβαρηδον
IDX:
81734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81735
Key:

Data

{'content': 'by concentration'}