Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
View word page
στιβάζω
tread upon
ShortDef
tread upon
Debugging
Headword:
στιβάζω
Headword (normalized):
στιβάζω
Headword (normalized/stripped):
στιβαζω
IDX:
81733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81734
Key:
Data
{'content': 'tread upon'}