Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
View word page
στιβαδοκοιτέω
to sleep on litter

ShortDef

to sleep on litter

Debugging

Headword:
στιβαδοκοιτέω
Headword (normalized):
στιβαδοκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
στιβαδοκοιτεω
IDX:
81731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81732
Key:

Data

{'content': 'to sleep on litter'}