Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
View word page
στιβάδιον
little mattress
ShortDef
little mattress
Debugging
Headword:
στιβάδιον
Headword (normalized):
στιβάδιον
Headword (normalized/stripped):
στιβαδιον
IDX:
81730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81731
Key:
Data
{'content': 'little mattress'}