Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀνταλκίδης
ἀνταλλαγή
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμοιβά
ἀνταμοιβή
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
View word page
ἀνταμείβομαι
to exchange

ShortDef

to exchange

Debugging

Headword:
ἀνταμείβομαι
Headword (normalized):
ἀνταμείβομαι
Headword (normalized/stripped):
ανταμειβομαι
IDX:
8172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8173
Key:

Data

{'content': 'to exchange'}