Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβεία
View word page
στιάζω
pelt with pebbles

ShortDef

pelt with pebbles

Debugging

Headword:
στιάζω
Headword (normalized):
στιάζω
Headword (normalized/stripped):
στιαζω
IDX:
81728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81729
Key:

Data

{'content': 'pelt with pebbles'}