Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
View word page
στήτα
woman
ShortDef
woman
Debugging
Headword:
στήτα
Headword (normalized):
στήτα
Headword (normalized/stripped):
στητα
IDX:
81726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81727
Key:
Data
{'content': 'woman'}