Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
View word page
Στησίχορος
Stesichorus

ShortDef

establishing or leading χοροί
Stesichorus

Debugging

Headword:
Στησίχορος
Headword (normalized):
στησίχορος
Headword (normalized/stripped):
στησιχορος
IDX:
81725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81726
Key:

Data

{'content': 'Stesichorus'}