Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
View word page
στησίχορος
establishing or leading χοροί

ShortDef

establishing or leading χοροί
Stesichorus

Debugging

Headword:
στησίχορος
Headword (normalized):
στησίχορος
Headword (normalized/stripped):
στησιχορος
IDX:
81724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81725
Key:

Data

{'content': 'establishing or leading χοροί'}