Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
View word page
στήσιος
Stator
ShortDef
Stator
Debugging
Headword:
στήσιος
Headword (normalized):
στήσιος
Headword (normalized/stripped):
στησιος
IDX:
81723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81724
Key:
Data
{'content': 'Stator'}