Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
View word page
Στησίμβροτος
Stesimbrotus

ShortDef

Stesimbrotus

Debugging

Headword:
Στησίμβροτος
Headword (normalized):
στησίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
στησιμβροτος
IDX:
81722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81723
Key:

Data

{'content': 'Stesimbrotus'}