Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
View word page
Στησίλειος
founded

ShortDef

founded

Debugging

Headword:
Στησίλειος
Headword (normalized):
στησίλειος
Headword (normalized/stripped):
στησιλειος
IDX:
81721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81722
Key:

Data

{'content': 'founded'}