Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
στιβαδεύω
View word page
στηρικτός
solid, firmly based

ShortDef

solid, firmly based

Debugging

Headword:
στηρικτός
Headword (normalized):
στηρικτός
Headword (normalized/stripped):
στηρικτος
IDX:
81719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81720
Key:

Data

{'content': 'solid, firmly based'}