Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταλαλάζω
Ἀνταλκίδης
ἀνταλλαγή
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμοιβά
ἀνταμοιβή
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
View word page
ἄνταλλος
exchanged

ShortDef

exchanged

Debugging

Headword:
ἄνταλλος
Headword (normalized):
ἄνταλλος
Headword (normalized/stripped):
ανταλλος
IDX:
8171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8172
Key:

Data

{'content': 'exchanged'}