Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
στιάζω
View word page
στηρικτικός
stationary
ShortDef
stationary
Debugging
Headword:
στηρικτικός
Headword (normalized):
στηρικτικός
Headword (normalized/stripped):
στηρικτικος
IDX:
81718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81719
Key:
Data
{'content': 'stationary'}