Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
στία
View word page
στηρικτέον
one must fix, make firm

ShortDef

one must fix, make firm

Debugging

Headword:
στηρικτέον
Headword (normalized):
στηρικτέον
Headword (normalized/stripped):
στηρικτεον
IDX:
81717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81718
Key:

Data

{'content': 'one must fix, make firm'}