Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
στήτα
View word page
στηρίζω
to make fast, prop, fix, set
ShortDef
to make fast, prop, fix, set
Debugging
Headword:
στηρίζω
Headword (normalized):
στηρίζω
Headword (normalized/stripped):
στηριζω
IDX:
81716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81717
Key:
Data
{'content': 'to make fast, prop, fix, set'}