Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
Στησίχορος
View word page
στῆριγξ
a support, prop, stay

ShortDef

a support, prop, stay

Debugging

Headword:
στῆριγξ
Headword (normalized):
στῆριγξ
Headword (normalized/stripped):
στηριγξ
IDX:
81715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81716
Key:

Data

{'content': 'a support, prop, stay'}