Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
στήσιος
στησίχορος
View word page
στηριγμός
a propping, supporting

ShortDef

a propping, supporting

Debugging

Headword:
στηριγμός
Headword (normalized):
στηριγμός
Headword (normalized/stripped):
στηριγμος
IDX:
81714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81715
Key:

Data

{'content': 'a propping, supporting'}