Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στημονίζομαι
στημονικός
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
Στησίλειος
Στησίμβροτος
View word page
στήριγμα
a support

ShortDef

a support

Debugging

Headword:
στήριγμα
Headword (normalized):
στήριγμα
Headword (normalized/stripped):
στηριγμα
IDX:
81712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81713
Key:

Data

{'content': 'a support'}