Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στῆμα
στημάτιον
στημνίον
στημονίας
στημονίζομαι
στημονικός
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στῆνος
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτικός
View word page
στημορραγέω
to be torn to shreds

ShortDef

to be torn to shreds

Debugging

Headword:
στημορραγέω
Headword (normalized):
στημορραγέω
Headword (normalized/stripped):
στημορραγεω
IDX:
81708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81709
Key:

Data

{'content': 'to be torn to shreds'}