Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντακρωτήριον
ἀνταλαζονεύομαι
ἀνταλαλάζω
Ἀνταλκίδης
ἀνταλλαγή
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμοιβά
ἀνταμοιβή
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
View word page
ἀντάλλακτος
taken as equivalent

ShortDef

taken as equivalent

Debugging

Headword:
ἀντάλλακτος
Headword (normalized):
ἀντάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
ανταλλακτος
IDX:
8169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8170
Key:

Data

{'content': 'taken as equivalent'}