Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στηλίτευμα
στηλιτεύω
στηλίτης
στηλογραφέω
στηλογραφία
στηλοκόπας
στηλοκοπέω
στηλόω
στήλωμα
στήλωσις
στῆμα
στημάτιον
στημνίον
στημονίας
στημονίζομαι
στημονικός
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
View word page
στῆμα
the exterior part of the membrum virile
ShortDef
the exterior part of the membrum virile
Debugging
Headword:
στῆμα
Headword (normalized):
στῆμα
Headword (normalized/stripped):
στημα
IDX:
81698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81699
Key:
Data
{'content': 'the exterior part of the membrum virile'}