Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντακροάομαι
ἀντακρωτήριον
ἀνταλαζονεύομαι
ἀνταλαλάζω
Ἀνταλκίδης
ἀνταλλαγή
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμοιβά
ἀνταμοιβή
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
View word page
ἀνταλλάκτης
one who requites

ShortDef

one who requites

Debugging

Headword:
ἀνταλλάκτης
Headword (normalized):
ἀνταλλάκτης
Headword (normalized/stripped):
ανταλλακτης
IDX:
8168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8169
Key:

Data

{'content': 'one who requites'}