Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθικός
στηθίν
στηθιστήρ
στηθοδέσμη
στηθοειδής
στῆθος
στήκω
στήλη
View word page
στήθειος
of the breast

ShortDef

of the breast

Debugging

Headword:
στήθειος
Headword (normalized):
στήθειος
Headword (normalized/stripped):
στηθειος
IDX:
81677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81678
Key:

Data

{'content': 'of the breast'}