Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθικός
στηθίν
στηθιστήρ
στηθοδέσμη
στηθοειδής
στῆθος
στήκω
View word page
στηθάριον
bust

ShortDef

bust

Debugging

Headword:
στηθάριον
Headword (normalized):
στηθάριον
Headword (normalized/stripped):
στηθαριον
IDX:
81676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81677
Key:

Data

{'content': 'bust'}