Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθικός
στηθίν
στηθιστήρ
στηθοδέσμη
στηθοειδής
στῆθος
View word page
στηθαῖον
breastwork, parapet

ShortDef

breastwork, parapet

Debugging

Headword:
στηθαῖον
Headword (normalized):
στηθαῖον
Headword (normalized/stripped):
στηθαιον
IDX:
81675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81676
Key:

Data

{'content': 'breastwork, parapet'}