Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθικός
στηθίν
στηθιστήρ
στηθοδέσμη
View word page
στέωμεν
segestrum
ShortDef
segestrum
Debugging
Headword:
στέωμεν
Headword (normalized):
στέωμεν
Headword (normalized/stripped):
στεωμεν
IDX:
81673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81674
Key:
Data
{'content': 'segestrum'}