Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθικός
στηθίν
στηθιστήρ
View word page
στέψις
wreathing, crowning

ShortDef

wreathing, crowning

Debugging

Headword:
στέψις
Headword (normalized):
στέψις
Headword (normalized/stripped):
στεψις
IDX:
81672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81673
Key:

Data

{'content': 'wreathing, crowning'}