Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθικός
στηθίν
View word page
στεφών
summit

ShortDef

summit

Debugging

Headword:
στεφών
Headword (normalized):
στεφών
Headword (normalized/stripped):
στεφων
IDX:
81671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81672
Key:

Data

{'content': 'summit'}