Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθικός
View word page
στέφω
to put round
ShortDef
to put round
Debugging
Headword:
στέφω
Headword (normalized):
στέφω
Headword (normalized/stripped):
στεφω
IDX:
81670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81671
Key:
Data
{'content': 'to put round'}