Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
View word page
στεφανωτικός
concerning a crown

ShortDef

concerning a crown

Debugging

Headword:
στεφανωτικός
Headword (normalized):
στεφανωτικός
Headword (normalized/stripped):
στεφανωτικος
IDX:
81667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81668
Key:

Data

{'content': 'concerning a crown'}