Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
στηθαῖον
View word page
στεφάνωσις
crowning
ShortDef
crowning
Debugging
Headword:
στεφάνωσις
Headword (normalized):
στεφάνωσις
Headword (normalized/stripped):
στεφανωσις
IDX:
81665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81666
Key:
Data
{'content': 'crowning'}