Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήδην
View word page
στεφανωματικός
used for making garlands

ShortDef

used for making garlands

Debugging

Headword:
στεφανωματικός
Headword (normalized):
στεφανωματικός
Headword (normalized/stripped):
στεφανωματικος
IDX:
81664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81665
Key:

Data

{'content': 'used for making garlands'}