Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
View word page
στεφάνωμα
that which surrounds, a crown

ShortDef

that which surrounds, a crown

Debugging

Headword:
στεφάνωμα
Headword (normalized):
στεφάνωμα
Headword (normalized/stripped):
στεφανωμα
IDX:
81663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81664
Key:

Data

{'content': 'that which surrounds, a crown'}