Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στεφών
View word page
στεφανόω
to wreathe, to crown

ShortDef

to wreathe, to crown

Debugging

Headword:
στεφανόω
Headword (normalized):
στεφανόω
Headword (normalized/stripped):
στεφανοω
IDX:
81661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81662
Key:

Data

{'content': 'to wreathe, to crown'}