Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
View word page
στέφανος
wreath, crown

ShortDef

Stephanus
wreath, crown

Debugging

Headword:
στέφανος
Headword (normalized):
στέφανος
Headword (normalized/stripped):
στεφανος
IDX:
81658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81659
Key:

Data

{'content': 'wreath, crown'}