Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
View word page
στεφανοπώλης
dealer in crowns

ShortDef

dealer in crowns

Debugging

Headword:
στεφανοπώλης
Headword (normalized):
στεφανοπώλης
Headword (normalized/stripped):
στεφανοπωλης
IDX:
81655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81656
Key:

Data

{'content': 'dealer in crowns'}